爆
爆 ελληνικός ορισμός
bào
- έκρηξη
bào
- έκρηξη
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 爆, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 爆发 (bào fā) : ξεσπώ
- 爆炸 (bào zhà) : έκρηξη
- 烟花爆竹 (yān huā bào zhú) : κροτίδες