爆 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

爆 ελληνικός ορισμός

bào

  • έκρηξη

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Λέξεις που περιέχουν 爆, ανά επίπεδο HSK