爬
爬 ελληνικός ορισμός
pá
- αναρρίχηση
pá
- αναρρίχηση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 跁 : to squat; crouch;
Παραδείγματα ποινών με 爬
-
我们决定明天去爬山。
Wǒmen juédìng míngtiān qù páshān. -
不管天怎么样,我都要爬山。
Bùguǎn tiān zěnme yàng, wǒ dū yào páshān. -
昨天去爬山了,今天腿很酸。
Zuótiān qù páshānle, jīntiān tuǐ hěn suān.
Λέξεις που περιέχουν 爬, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 爬山 (pá shān) : ορειβασία