山 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

山 ελληνικός ορισμός

shān

  • βουνό

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : διαγράφω
  • : to mix water with clay;
  • : to deprecate; lithe (of a woman's walk); leisurely; slow;
  • : China fir; Cunninghamia lanceolata; also pr. [sha1];
  • : tearfully;
  • : to fan into a flame; to incite;
  • : (archaic) vicious dog; beast resembling a wolf;
  • : coral;
  • : panicum frumentaceum;
  • 縿 : fringe; ornament of banner;
  • : 㐬
  • : rank odor (of sheep or goats);
  • : rank odor (of sheep or goats);
  • : sampan;
  • : to cut down; to mow; to eliminate; scythe;
  • : straw mat; thatch;
  • : πουκάμισο
  • : limp;
  • : samarium (chemistry);

Παραδείγματα ποινών με 山

  • 我们决定明天去爬山。
    Wǒmen juédìng míngtiān qù páshān.
  • 不管天怎么样,我都要爬山。
    Bùguǎn tiān zěnme yàng, wǒ dū yào páshān.
  • 我来自山东省。
    Wǒ láizì shāndōng shěng.
  • 昨天去爬山了,今天腿很酸。
    Zuótiān qù páshānle, jīntiān tuǐ hěn suān.
  • 山上有一大片森林。
    Shānshàng yǒuyī dàpiàn sēnlín.

Λέξεις που περιέχουν 山, ανά επίπεδο HSK