爬山 έννοια και προφορά

爬山
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

爬山 ελληνικός ορισμός

pá shān

  • ορειβασία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pá): αναρρίχηση
  • (shān): βουνό

Παραδείγματα ποινών με 爬山

  • 我们决定明天去爬山。
    Wǒmen juédìng míngtiān qù páshān.
  • 不管天怎么样,我都要爬山。
    Bùguǎn tiān zěnme yàng, wǒ dū yào páshān.
  • 昨天去爬山了,今天腿很酸。
    Zuótiān qù páshānle, jīntiān tuǐ hěn suān.