牙膏
牙膏 ελληνικός ορισμός
yá gāo
- οδοντόκρεμα
yá gāo
- οδοντόκρεμα
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 牙膏
-
牙膏用完了,明天去买吧。
Yágāo yòng wánliǎo, míngtiān qù mǎi ba.