牡 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

牡 ελληνικός ορισμός

  • (of a bird, animal or plant) male
  • key
  • hills

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : classifier for fields; unit of area equal to one fifteenth of a hectare;
  • : χμ
  • : thumb; big toe;
  • : μητέρα
  • : (bovine);