姆 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

姆 ελληνικός ορισμός

  • χμ

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : classifier for fields; unit of area equal to one fifteenth of a hectare;
  • : thumb; big toe;
  • : μητέρα
  • : (of a bird, animal or plant) male; key; hills;
  • : (bovine);

Λέξεις που περιέχουν 姆, ανά επίπεδο HSK