母 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

母 ελληνικός ορισμός

  • μητέρα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : classifier for fields; unit of area equal to one fifteenth of a hectare;
  • : χμ
  • : thumb; big toe;
  • : (of a bird, animal or plant) male; key; hills;
  • : (bovine);

Παραδείγματα ποινών με 母

  • 父母应该给孩子更多的鼓励。
    Fùmǔ yīnggāi gěi hái zǐ gēng duō de gǔlì.
  • 父母很重视孩子的教育。
    Fùmǔ hěn zhòngshì háizi de jiàoyù.
  • 我来介绍一下,这位是我的母亲。
    Wǒ lái jièshào yīxià, zhè wèi shì wǒ de mǔqīn.

Λέξεις που περιέχουν 母, ανά επίπεδο HSK