琴
琴 ελληνικός ορισμός
qín
- πιάνο
qín
- πιάνο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 勤 : επιμελής
- 嗪 : used in phonetic transcription -xine, -zine or -chin;
- 噙 : to hold in (usually refers the mouth or eyes);
- 庈 : (person);
- 擒 : to capture;
- 檎 : (fruit);
- 禽 : πουλιά
- 秦 : Qin
- 芩 : Phragmites japonica;
- 芹 : Chinese celery;
- 螓 : small cicada with a square head;
- 锓 : to carve;
- 雂 : (bird);
- 靲 : leather shoes; leather belt; thin bamboo strips;
Παραδείγματα ποινών με 琴
-
我四岁开始学习弹钢琴。
Wǒ sì suì kāishǐ xuéxí dàn gāngqín.
Λέξεις που περιέχουν 琴, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 弹钢琴 (tán gāng qín) : παίζω πιάνο