弹钢琴 έννοια και προφορά

弹钢琴
Απλοποιημένη λέξη
彈鋼琴
Παραδοσιακή λέξη

弹钢琴 ελληνικός ορισμός

tán gāng qín

  • παίζω πιάνο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dàn): βόμβα
  • (gāng): ατσάλι
  • (qín): πιάνο

Παραδείγματα ποινών με 弹钢琴

  • 我四岁开始学习弹钢琴。
    Wǒ sì suì kāishǐ xuéxí dàn gāngqín.