田
田 ελληνικός ορισμός
tián
- πεδίο
tián
- πεδίο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 填 : γέμισμα
- 屇 : cave; hole;
- 恬 : quiet; calm; tranquil; peaceful;
- 沺 : turbulent;
- 湉 : (literary) smoothly flowing, placid (water);
- 甜 : γλυκός
- 畋 : to cultivate (land); to hunt;
- 畑 : used in Japanese names with phonetic value hatake, bata etc; dry field (i.e. not paddy field);
- 窴 : fill in;
- 菾 : sugar beet;
- 阗 : fill up; rumbling sound;
Λέξεις που περιέχουν 田, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 田径 (tián jìng) : κομμάτι και πεδίο
- 田野 (tián yě) : πεδίο