径
徑
径 ελληνικός ορισμός
jìng
- μονοπάτι
jìng
- μονοπάτι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 俓 : straight; pass;
- 倞 : strong; powerful;
- 净 : καθαρά
- 凊 : cool; fresh; to cool;
- 境 : έδαφος
- 婧 : (of woman) slender; delicate; virtuous;
- 弪 : radian (math.); now written 弧度;
- 敬 : με σεβασμό
- 浄 : Japanese variant of 淨|净;
- 獍 : a mythical animal that eats its mother;
- 痉 : spasm;
- 竞 : ανταγωνίζομαι
- 竟 : πράγματι
- 胫 : lower part of leg;
- 迳 : way; path; direct; diameter;
- 镜 : καθρέφτης
- 靓 : to make up (one's face); to dress; (of one's dress) beautiful;
- 靖 : quiet; peaceful; to make tranquil; to pacify;
- 静 : ησυχια
Λέξεις που περιέχουν 径, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 田径 (tián jìng) : κομμάτι και πεδίο
- 途径 (tú jìng) : τρόπος
- 直径 (zhí jìng ) : διάμετρος