畾 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

畾 ελληνικός ορισμός

léi

  • fields divided by dikes

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : beat; to grind;
  • : logs rolled down in defense of city;
  • : sedan;
  • : tired
  • : bind; bond;
  • : large earthenware wine jar;
  • : entangled; lean;
  • : basket for carrying earth;
  • : creeper; bramble; dirt-basket;
  • : radium (chemistry);
  • : δικος μου