畾
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            畾 ελληνικός ορισμός
        
            léi
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - fields divided by dikes
léi
- fields divided by dikes
