羸
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            羸 ελληνικός ορισμός
        
            léi
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - entangled
- lean
léi
- entangled
- lean
