盥 Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας 盥 ελληνικός ορισμός guàn πλύση Χαρακτήρες με την ίδια προφορά 丱 : τούφα μαλλιών 卝 : 卝 惯 : μεταχειρισμένος 掼 : διακοπή 涫 : σούι 灌 : ποτίζω 爟 : άναψε φωτιά 瓘 : γκου 矔 : λαμπρός 祼 : γυμνός 罐 : δεξαμενή 贯 : τρέχω μέσα από 鹳 : πελαργός 卝 掼