盲
盲 ελληνικός ορισμός
máng
- τυφλός
máng
- τυφλός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 盲, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 盲目 (máng mù) : με κλειστά μάτια