瞀 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

瞀 ελληνικός ορισμός

mào

  • indistinct vision
  • dim

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : old variant of 帽[mao4]; hat; cap;
  • : κίνδυνος
  • : envious;
  • : καπάκι
  • : to be hardworking; luxuriant; splendid;
  • : Cydonia japonica;
  • : restless;
  • : (jade);
  • : S
  • : having poor eyesight;
  • : extremely aged (in one's 80s or 90s); octogenarian; nonagenarian;
  • : select; vegetables;
  • : μάο
  • : length; distance from north to south;
  • : εμφάνιση
  • 貿 : trade
  • : εμπορικές συναλλαγές
  • : ancient place name;