茂
茂 ελληνικός ορισμός
mào
- μάο
mào
- μάο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 冃 : old variant of 帽[mao4]; hat; cap;
- 冒 : κίνδυνος
- 媢 : envious;
- 帽 : καπάκι
- 懋 : to be hardworking; luxuriant; splendid;
- 楙 : Cydonia japonica;
- 毷 : restless;
- 瑁 : (jade);
- 皃 : S
- 眊 : having poor eyesight;
- 瞀 : indistinct vision; dim;
- 耄 : extremely aged (in one's 80s or 90s); octogenarian; nonagenarian;
- 芼 : select; vegetables;
- 袤 : length; distance from north to south;
- 貌 : εμφάνιση
- 貿 : trade
- 贸 : εμπορικές συναλλαγές
- 鄮 : ancient place name;
Λέξεις που περιέχουν 茂, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 茂盛 (mào shèng) : κόσμημα