冒 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

冒 ελληνικός ορισμός

mào

  • κίνδυνος

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : old variant of 帽[mao4]; hat; cap;
  • : envious;
  • : καπάκι
  • : to be hardworking; luxuriant; splendid;
  • : Cydonia japonica;
  • : restless;
  • : (jade);
  • : S
  • : having poor eyesight;
  • : indistinct vision; dim;
  • : extremely aged (in one's 80s or 90s); octogenarian; nonagenarian;
  • : select; vegetables;
  • : μάο
  • : length; distance from north to south;
  • : εμφάνιση
  • 貿 : trade
  • : εμπορικές συναλλαγές
  • : ancient place name;

Παραδείγματα ποινών με 冒

  • 我感冒了,要吃点儿药。
    Wǒ gǎnmàole, yào chī diǎn er yào.
  • 这种感冒药对我没什么作用。
    Zhè zhǒng gǎnmào yào duì wǒ méi shénme zuòyòng.
  • 他感冒了,咳嗽得很厉害。
    Tā gǎnmàole, késòu dé hěn lìhài.
  • 我感冒了,身体很难受。
    Wǒ gǎnmàole, shēntǐ hěn nánshòu.
  • 这种感冒药的效果很好。
    Zhè zhǒng gǎnmào yào de xiàoguǒ hěn hǎo.

Λέξεις που περιέχουν 冒, ανά επίπεδο HSK