瞠
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            瞠 ελληνικός ορισμός
        
            chēng
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - βλέμμα
chēng
- βλέμμα
