罉
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            罉 ελληνικός ορισμός
        
            chēng
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - 罉
chēng
- 罉
