矾 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

矾 ελληνικός ορισμός

fán

  • στυπτηρία

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : οπου
  • : υπηρέτρια
  • : 虘
  • : ανεμιστήρας
  • : ενόχληση
  • : bother
  • : κάηκε
  • : ανεμιστήρας
  • : λυγαρότερο καλάθι με νύφες
  • : 籵
  • : περίπλοκος
  • : μαγειρεμένο κρέας που χρησιμοποιείται στη θυσία
  • : ανεμιστήρας
  • : 薠
  • : τηγάνι
  • : κέδρος
  • : πόδι ζώου
  • : 鐇
  • : βανάδιο
  • : ντροπή