膰 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

膰 ελληνικός ορισμός

fán

  • μαγειρεμένο κρέας που χρησιμοποιείται στη θυσία

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά