线 έννοια και προφορά

线
Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

线 ελληνικός ορισμός

xiàn

  • γραμμή

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : courageous; valiant;
  • : κομητεία
  • : σύνταγμα
  • : abbr. for 峴首山|岘首山[Xian4 shou3 shan1]; Mt Xianshou in Hubei; steep hill; used in place names;
  • : constitution
  • : valiant; wrathful;
  • : to appear (of sun);
  • : προσφορά
  • : offer
  • : παρόν
  • : Japanese variant of 縣|县; Japanese prefecture;
  • : goggle-eyed;
  • : county
  • : ζηλεύω
  • : gland;
  • : pitfall; trap (archaic);
  • : amaranth (genus Amaranthus); Joseph's coat (Amaranthus tricolor); Chinese spinach (Amaranth mangostanus);
  • : Amaranth
  • : half-grown beans; variant of 餡|馅[xian4];
  • : vehicle for transporting prisoners;
  • : όριο
  • : Japanese variant of 陷[xian4];
  • : παγίδα
  • : graupel; snow pellet; soft hail;
  • : πλήρωση

Παραδείγματα ποινών με 线

  • 我连着打了几次,他的电话都占线。
    Wǒ liánzhe dǎle jǐ cì, tā de diànhuà dōu zhànxiàn.

Λέξεις που περιέχουν 线, ανά επίπεδο HSK