占 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

占 ελληνικός ορισμός

zhàn

  • καταλαμβάνουν

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : πόλεμος
  • : Japanese variant of 戰|战;
  • : a wooden or bamboo pen for sheep or cattle; wood or bamboo trestlework; a warehouse;
  • : Japanese variant of 棧|栈[zhan4];
  • : deep; clear (water);
  • : σταθμός
  • : to burst open; to split at the seam;
  • : to dip in (ink, sauce etc);
  • : striped wild cat;
  • : unadorned but elegant dress;
  • : chariot for sleeping and conveyance;

Παραδείγματα ποινών με 占

  • 我连着打了几次,他的电话都占线。
    Wǒ liánzhe dǎle jǐ cì, tā de diànhuà dōu zhànxiàn.

Λέξεις που περιέχουν 占, ανά επίπεδο HSK