占
佔
占 ελληνικός ορισμός
zhàn
- καταλαμβάνουν
zhàn
- καταλαμβάνουν
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 战 : πόλεμος
- 戦 : Japanese variant of 戰|战;
- 栈 : a wooden or bamboo pen for sheep or cattle; wood or bamboo trestlework; a warehouse;
- 桟 : Japanese variant of 棧|栈[zhan4];
- 湛 : deep; clear (water);
- 站 : σταθμός
- 绽 : to burst open; to split at the seam;
- 蘸 : to dip in (ink, sauce etc);
- 虥 : striped wild cat;
- 襢 : unadorned but elegant dress;
- 轏 : chariot for sleeping and conveyance;
Παραδείγματα ποινών με 占
-
我连着打了几次,他的电话都占线。
Wǒ liánzhe dǎle jǐ cì, tā de diànhuà dōu zhànxiàn.
Λέξεις που περιέχουν 占, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 占线 (zhàn xiàn) : απασχολημένος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
占 (zhàn ): καταλαμβάνουν
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 占据 (zhàn jù) : ασχολούμαι
- 占领 (zhàn lǐng) : κατειλημμένος