占线
占線
占线 ελληνικός ορισμός
zhàn xiàn
- απασχολημένος
zhàn xiàn
- απασχολημένος
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 占线
-
我连着打了几次,他的电话都占线。
Wǒ liánzhe dǎle jǐ cì, tā de diànhuà dōu zhànxiàn.