耽
耽 ελληνικός ορισμός
dān
- καθυστέρηση
dān
- καθυστέρηση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 耽, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 耽误 (dān wu) : καθυστερώ