膏 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

膏 ελληνικός ορισμός

gāo

  • επικόλληση

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 膏

  • 牙膏用完了,明天去买吧。
    Yágāo yòng wánliǎo, míngtiān qù mǎi ba.

Λέξεις που περιέχουν 膏, ανά επίπεδο HSK