膏
膏 ελληνικός ορισμός
gāo
- επικόλληση
gāo
- επικόλληση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 膏
-
牙膏用完了,明天去买吧。
Yágāo yòng wánliǎo, míngtiān qù mǎi ba.
Λέξεις που περιέχουν 膏, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 牙膏 (yá gāo) : οδοντόκρεμα