舟
舟 ελληνικός ορισμός
zhōu
- σκάφος
zhōu
- σκάφος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 侜 : to conceal; to cover;
- 周 : εβδομάδα
- 啁 : twittering of birds;
- 喌 : syllable;
- 婤 : (feminine name);
- 州 : κατάσταση
- 洲 : ήπειρος
- 盩 : name of a district in Shaanxi;
- 粥 : χυλός
- 诌 : to make up (a story); Taiwan pr. [zou1];
- 诪 : (literary) to curse; to deceive; to lie;
- 赒 : to give to the needy; to bestow alms; charity;
- 辀 : (literary) shaft (of a cart); cart;
- 騆 : divine horse;
Λέξεις που περιέχουν 舟, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
舟 (zhōu): σκάφος
-