诪 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

诪 ελληνικός ορισμός

zhōu

  • (literary) to curse
  • to deceive
  • to lie

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to conceal; to cover;
  • : εβδομάδα
  • : twittering of birds;
  • : syllable;
  • : (feminine name);
  • : κατάσταση
  • : ήπειρος
  • : name of a district in Shaanxi;
  • : χυλός
  • : σκάφος
  • : to make up (a story); Taiwan pr. [zou1];
  • : to give to the needy; to bestow alms; charity;
  • : (literary) shaft (of a cart); cart;
  • : divine horse;