钉
釘
钉 ελληνικός ορισμός
dīng
- καρφί
dīng
- καρφί
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 钉, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 斩钉截铁 (zhǎn dīng jié tiě) : αποφασιστικά