铿 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

铿 ελληνικός ορισμός

kēng

  • (onom.) clang
  • jingling of metals
  • to strike

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά