闹
鬧
闹 ελληνικός ορισμός
nào
- κάνω ζημιές, φασαρίες κ.τ.λ
nào
- κάνω ζημιές, φασαρίες κ.τ.λ
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 闹
-
大街上非常热闹。
Dàjiē shàng fēicháng rènào.
Λέξεις που περιέχουν 闹, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 热闹 (rè nao) : ζωηρός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 无理取闹 (wú lǐ qǔ nào) : παράλογος