扬
揚
扬 ελληνικός ορισμός
yáng
- νέος
yáng
- νέος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 佯 : to feign; to pretend;
- 垟 : clay sheep buried with the dead;
- 徉 : to walk back and forth;
- 旸 : rising sun; sunshine;
- 昜 : to open out, to expand; bright, glorious;
- 杨 : poplar;
- 洋 : ξένο
- 炀 : molten; smelt;
- 烊 : molten; smelt;
- 疡 : ulcers; sores;
- 羊 : πρόβατο
- 蛘 : a weevil found in rice etc;
- 钖 : ornaments on headstall of horse;
- 阳 : γιανγκ
- 飏 : to soar; to fly; to float; variant of 揚|扬[yang2], to scatter; to spread;
Παραδείγματα ποινών με 扬
-
小明喜欢帮助别人,老师表扬了他。
Xiǎomíng xǐhuān bāngzhù biérén, lǎoshī biǎoyángle tā. -
他经常得到校长的表扬。
Tā jīngcháng dédào xiàozhǎng de biǎoyáng.
Λέξεις που περιέχουν 扬, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 表扬 (biǎo yáng) : έπαινος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 发扬 (fā yáng) : μεταφέρουν
- 飘扬 (piāo yáng) : ταραχή
- 宣扬 (xuān yáng) : κηρύττω