骨
骨 ελληνικός ορισμός
gǔ
- οστό
gǔ
- οστό
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 骨, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 骨头 (gǔ tou) : οστό
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 骨干 (gǔ gàn) : σπονδυλική στήλη