骨头 έννοια και προφορά

骨头
Απλοποιημένη λέξη
骨頭
Παραδοσιακή λέξη

骨头 ελληνικός ορισμός

gǔ tou

  • οστό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gǔ): οστό
  • (tóu): κεφάλι