麮 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

麮 ελληνικός ορισμός

  • porridge

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : συμβαδίζω
  • : to plow; (ancient place name);
  • : to spy; watch for;
  • : ενδιαφέρον
  • : quiet; to live alone;