走廊 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 走廊 ελληνικός ορισμός zǒu láng διάδρομος HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 走 (zǒu): πηγαίνω 廊 (láng): εκθεσιακός χώρος