作用 έννοια και προφορά

作用
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

作用 ελληνικός ορισμός

zuò yòng

  • αποτέλεσμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zuò): φτιαχνω, κανω
  • (yòng): χρήση

Παραδείγματα ποινών με 作用

  • 这种感冒药对我没什么作用。
    Zhè zhǒng gǎnmào yào duì wǒ méi shénme zuòyòng.