借口 έννοια και προφορά

借口
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

借口 ελληνικός ορισμός

jiè kǒu

  • δικαιολογία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jiè): δανείζομαι
  • (kǒu): στόμα