借
借 ελληνικός ορισμός
jiè
- δανείζομαι
jiè
- δανείζομαι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 借
-
我从图书馆借了三本书。
Wǒ cóng túshū guǎn jièle sān běn shū. -
我从图书馆借来了两本书。
Wǒ cóng túshū guǎn jiè láile liǎng běn shū. -
你可以借我橡皮用一下吗?
Nǐ kěyǐ jiè wǒ xiàngpí yòng yīxià ma?
Λέξεις που περιέχουν 借, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
借 (jiè): δανείζομαι
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 借口 (jiè kǒu) : δικαιολογία
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 借鉴 (jiè jiàn) : δανείζομαι
- 借助 (jiè zhù) : με τη βοήθεια του