做
做 ελληνικός ορισμός
zuò
- κάνω
zuò
- κάνω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 作 : φτιαχνω, κανω
- 唑 : azole (chemistry);
- 坐 : καθίστε
- 岝 : name of a mountain in Shandong;
- 座 : έδρα
- 怍 : ashamed;
- 柞 : oak; Quercus serrata;
- 祚 : blessing; the throne;
- 胙 : to grant or bestow; sacrificial flesh offered to the gods (old); blessing; title of a sovereign (old);
- 葄 : straw cushion; pillow;
- 酢 : toast to host by guest;
- 阼 : steps leading to the eastern door;
Παραδείγματα ποινών με 做
-
小姐学习怎么做衣服。
Xiǎojiě xuéxí zěnme zuò yīfú. -
今天我做了三个菜。
Jīntiān wǒ zuòle sān gè cài. -
你是做什么工作的?
Nǐ shì zuò shénme gōngzuò de? -
你是个学生做?
Nǐ shìgè xuéshēng zuò? -
我在饭馆做服务员。
Wǒ zài fànguǎn zuò fúwùyuán.
Λέξεις που περιέχουν 做, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
-
做 (zuò): κάνω
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 做主 (zuò zhǔ) : καλέστε τα πλάνα