停泊 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 停泊 ελληνικός ορισμός tíng bó παρκαρισμένο HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 停 (tíng): να σταματήσει 泊 (pō): ταχυδρομείο