停泊 έννοια και προφορά

停泊
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

停泊 ελληνικός ορισμός

tíng bó

  • παρκαρισμένο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tíng): να σταματήσει
  • (pō): ταχυδρομείο