停 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

停 ελληνικός ορισμός

tíng

  • να σταματήσει

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 停

  • 汽车停了下来。
    Qìchē tíngle xiàlái.
  • 他把车暂时停在了路边。
    Tā bǎ chē zhànshí tíng zàile lù biān.

Λέξεις που περιέχουν 停, ανά επίπεδο HSK