泊
泊 ελληνικός ορισμός
pō
- ταχυδρομείο
pō
- ταχυδρομείο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 泊, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 湖泊 (hú pō) : λίμνη
- 停泊 (tíng bó) : παρκαρισμένο