储备 έννοια και προφορά

储备
Απλοποιημένη λέξη
儲備
Παραδοσιακή λέξη

储备 ελληνικός ορισμός

chǔ bèi

  • αποθεματικό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chǔ): αποθεματικό
  • (bèi): προετοιμάζω