充分 έννοια και προφορά

充分
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

充分 ελληνικός ορισμός

chōng fèn

  • γεμάτος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chōng): χρέωση
  • (fēn): λεπτό