入口
入口 ελληνικός ορισμός
rù kǒu
- είσοδος
rù kǒu
- είσοδος
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 入口
-
我在大楼的入口等你。
Wǒ zài dàlóu de rùkǒu děng nǐ.