养成 έννοια και προφορά

养成
Απλοποιημένη λέξη
養成
Παραδοσιακή λέξη

养成 ελληνικός ορισμός

yǎng chéng

  • αναπτύσσω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yǎng): υποστήριξη
  • (chéng): να κάνω

Παραδείγματα ποινών με 养成

  • 女儿养成了每天写日记的习惯。
    Nǚ'ér yǎng chéngle měitiān xiě rìjì de xíguàn.
  • 我从小就养成这个习惯。
    Wǒ cóngxiǎo jiù yǎng chéng zhège xíguàn.