冒充 έννοια και προφορά

冒充
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

冒充 ελληνικός ορισμός

mào chōng

  • υποδύομαι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (mào): κίνδυνος
  • (chōng): χρέωση